- σαραφλίκι
- το, Ν1. το έργο και το επάγγελμα τού σαράφη2. το κέρδος που απομένει στον σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων3. μτφ. α) φιλονικία, διένεξη για ασήμαντο χρηματικό ποσόβ) προσπάθεια για την απόκτηση επί πλέον χρηματικού κέρδους ή η προσπάθεια που κάνει κάποιος να πληρώσει λιγότερα από όσα τού ζητούνται4. (γενικά) η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες, μικρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sarraf-lik].
Dictionary of Greek. 2013.